- καπιταλισμός ή κεφαλαιοκρατία
- Όρος που έχει λάβει ποικίλες σημασίες και στον οποίο αποδίδονται διάφοροι ορισμοί με οικονομικό, νομικό, κοινωνιολογικό, πολιτικό, ιστορικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Οι διάφορες αυτές σημασίες δεν μπορούν εύκολα να διαχωριστούν με σαφήνεια η μία από την άλλη· αντιθέτως συμπλέκονται μεταξύ τους και αλληλοεπηρεάζονται κατά διάφορους τρόπους.
Στην οικονομική επιστήμη, ως κ. χαρακτηρίζεται (και αυτή ίσως αποτελεί τη συνηθέστερη έννοια του όρου) ένα σύστημα παραγωγής και ανταλλαγής, που χαρακτηρίζεται από την οικονομία της ελεύθερης επιχείρησης ή της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος οι παραγωγικές δυνάμεις ανήκουν στα άτομα, τα οποία, μέσω της εκμετάλλευσής τους, επιδιώκουν το ατομικό κέρδος. Όταν οι επιχειρήσεις είναι πολλές και μικρού μεγέθους, ο κ. επιτρέπει, σε γενικές γραμμές, μια αγορά ελεύθερου ανταγωνισμού. Αντίθετα, όταν οι επιχειρήσεις είναι σχετικά λίγες και μεγάλες υπάρχει καθεστώς μονοπωλιακού κ., στο οποίο η επικράτηση των μεγάλων παραγωγικών μονάδων επιφέρει την προοδευτική μεταβολή του ανταγωνιστικού τύπου και τη δημιουργία καταστάσεων μονοπωλίου ή ολιγοπωλίου. Η έννοια του κ. ταυτίζεται με αυτήν του φιλελευθερισμού αν τονιστούν τα χαρακτηριστικά της οικονομίας της αγοράς ή της επιχειρηματικής δραστηριότητας που δεν υπόκειται στην παρέμβαση του κράτους.
Συχνά ο όρος κ. χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει εκείνο το οικονομικό σύστημα στο οποίο το κεφάλαιο λειτουργεί ως κύριος συντελεστής της παραγωγής και κατέχει σημαντικότερη θέση σε σχέση με τις παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας και των μέσων παραγωγής. Όταν χρησιμοποιείται με την έννοια αυτή, ο όρος κ. χαρακτηρίζει έναν εξαιρετικά βιομηχανοποιημένο τύπο παραγωγικής δραστηριότητας, στον οποίο παρουσιάζεται συσσώρευση κεφαλαίων και επανεπένδυσή τους στην παραγωγική διαδικασία με την παράλληλη δημιουργία μιας σειράς εγκαταστάσεων υποβοηθητικών στην παραγωγή (εργοστάσια, μηχανές, φράγματα, διώρυγες, σιδηρόδρομοι κλπ.). Ο τύπος αυτός διαφέρει από τον τύπο της προκαπιταλιστικής ή καθυστερημένης οργάνωσης, όπου η κατοχή κεφαλαιουχικών αγαθών ήταν ποιοτικά και ποσοτικά περιορισμένη.
Μεταγενέστεροι ορισμοί που διατυπώθηκαν από την οικονομική ορολογία, συχνά σε συνδυασμό με αυτούς που προαναφέρθηκαν, υπογραμμίζουν μια σειρά χαρακτηριστικών στοιχείων: την ανάπτυξη της τεχνικής, τη σημασία της χρήσης του χρήματος και της τραπεζικής πίστης, τον ρόλο του επιχειρηματία και την επιδίωξη του ατομικού κέρδους, την άνιση κατανομή του κοινωνικού εισοδήματος, την έντονη κεφαλαιοκρατική συσσώρευση που επακολουθεί, την οργάνωση των αγορών, την καταστροφή της βιοτεχνίας ως τυπικής μορφής της οικονομίας, την επικράτηση των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων, την οργάνωση της τυπικά ελεύθερης εργασίας κλπ.
Από νομική άποψη, κ. είναι το οικονομικοκοινωνικό σύστημα στο οποίο αναγνωρίζεται η ατομική ιδιοκτησία των μη προσωπικών εννοιών του κ. (τα εργοστάσια κλπ.).
Από τη σύνθεση των οικονομικών και νομικών εννοιών του κ. που προαναφέρθηκαν, απορρέει η έκφραση κρατικός κ. που ενίοτε χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό μίας οικονομίας της αγοράς όπου τα όργανα της παραγωγής ανήκουν εν μέρει ή κυρίως στο κράτος. Ιστορικά, τέτοια κατάσταση παρουσιάστηκε αμιγώς στην πρώτη φάση έπειτα από τη Ρωσική επανάσταση, στη Σοβιετική Ένωση: η εξουσία των σοβιέτ εθνικοποίησε τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, χωρίς όμως να τις ενσωματώσει στα πλαίσια ενός σχεδιασμένου οικονομικού συστήματος.
Από κοινωνιολογική άποψη, η λέξη κ. χαρακτηρίζει μια κοινωνική οργάνωση κατά την οποία η εξαφάνιση ή η βαθύτατη αλλαγή των καθιερωμένων μορφών εργασίας προκαλεί τυπικά φαινόμενα, όπως η αστυφιλία, ο σχηματισμός μεγάλων μαζών μισθωτών, η αποδυνάμωση του ρόλου της ευρύτερης οικογένειας και η αντικατάστασή της από την πυρηνική, η αλλοτρίωση κλπ. Ιδιαίτερα, χαρακτηρίζει ένα σύστημα ομαδικής ζωής στο οποίο η οικονομική διαφοροποίηση του πληθυσμού προκαλεί τον διαχωρισμό του σε δύο ευρύτερες ομάδες, τόσο σε πνευματικό και ψυχολογικό επίπεδο όσο και στη μορφή της κοινωνικής συμπεριφοράς. Στην πρώτη από τις ομάδες αυτές ανήκουν οι καπιταλιστές (ή κεφαλαιοκράτες), δηλαδή οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής, που εκμεταλλεύονται τόσο την απόδοση των μέσων παραγωγής όσο και (μέσω της υπεραξίας) την προσφερόμενη εργασία. Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι μισθωτοί, δηλαδή εκείνοι που ζουν μόνο (ή κυρίως) από την εργασία τους, υπό κατώτερες υλικές συνθήκες και κοινωνικά υποταγμένοι. Τονίζοντας τον ρόλο της κοινωνικής και πολιτικής υπεροχής της πρώτης ομάδας, την οικονομική παντοδυναμία της και την εκμετάλλευση σε βάρος της δεύτερης ομάδας, οι μαρξιστικές θεωρίες κατέληξαν στην άποψη ότι υπάρχει μια αδιάκοπη σύγκρουση που ταυτίζεται με τη νεότερη μορφή της πάλης των τάξεων, δηλαδή της σύγκρουσης μεταξύ καπιταλιστών και μισθωτών.
Αντίθετα, άλλοι ορισμοί με κοινωνιολογική βάση τονίζουν ότι ο κ. ευνοεί την έξαρση αρετών (όπως η εργατικότητα και η αποταμίευση) και την επιδίωξη του πλούτου όχι ως μέσο για υλικές απολαύσεις αλλά ως όργανο για την απόκτηση κοινωνικού κύρους και ανάπτυξης των ατομικών δεξιοτήτων.
Για τους ιστορικούς, ο κ. αποτελεί το διακριτικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης εποχής, δηλαδή της ιστορικοοικονομικής εποχής που διαδέχθηκε τη φεουδαρχία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η έννοια τείνει να ταυτιστεί με αυτήν της αστικής τάξης και ενίοτε με την επικράτηση –σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο– της Βιομηχανικής επανάστασης. Άλλοτε, αντίθετα, γίνεται λόγος περί παλαιού κ. (ο αποκαλούμενος τοκογλυφικόςτραπεζιτικός) και περί νεότερου κ. (εμπορικού και βιομηχανικού). Η διάκριση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι παλαιότερα το κεφάλαιο αντιπροσώπευε κυρίως ένα χρηματικό ποσό που δανείζονταν με τόκο ηγεμόνες και έμποροι για τη χρηματοδότηση πολέμων ή εκτάκτων κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, ενώ αργότερα απέκτησε τον χαρακτήρα ενός χρηματικού ποσού, ενσωματωμένου απόλυτα στις συναλλαγές και στις βιομηχανίες, έτσι ώστε να ξεχωρίζει την παραγωγή και διανεμητική οργάνωση των νεότερων οικονομικών συστημάτων.
Υπάρχουν, τέλος, οι μελετητές που ενδιαφέρονται για την εξελικτική πορεία του κ., χωρίζοντάς την σε φάσεις ακμής, ωριμότητας και παρακμής.
Στην οικονομική επιστήμη, καπιταλισμός ονομάζεται το σύστημα παραγωγής και ανταλλαγής, που χαρακτηρίζεται από την οικονομία της ελεύθερης επιχείρησης ή της αγοράς (φωτ. ΑΠΕ).
Ένα από τα στοιχεία που προσδιορίζουν τον καπιταλισμό είναι η επικράτηση των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.